- παγκόσμιος
- παγκόσμιοςcommon to all the worldmasc/fem nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
παγκόσμιος — α, ο (ΑΜ παγκόσμιος, ον) αυτός που ανήκει ή αναφέρεται σε όλο τον κόσμο νεοελλ. 1. φρ. α) «παγκόσμια έλξη» η ιδιότητα τών ουράνιων σωμάτων να ασκούν αμοιβαίως ελκτικές δυνάμεις οι οποίες τείνουν να προσεγγίσουν το ένα στο άλλο β) «παγκόσμια… … Dictionary of Greek
παγκόσμιος — α, ο αυτός που ανήκει σε όλον τον κόσμο: Παγκόσμιος πόλεμος. – Παγκόσμια έλξη … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
Παγκόσμιος Ιστός — (World Wide Web ή WWW). Το WWW είναι η ταχύτερα επεκτεινόμενη υπηρεσία του Internet. Το γραφικό περιβάλλον και οι δυνατότητες σύνδεσης των πληροφοριών (hypertext τεχνική) που διαθέτει, την κατέστησαν τη δημοφιλέστερη από τις υπηρεσίες του… … Dictionary of Greek
παγκοσμίως — παγκόσμιος common to all the world adverbial παγκόσμιος common to all the world masc/fem acc pl (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παγκόσμιον — παγκόσμιος common to all the world masc/fem acc sg παγκόσμιος common to all the world neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παγκοσμίοις — παγκόσμιος common to all the world masc/fem/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παγκοσμίου — παγκόσμιος common to all the world masc/fem/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παγκοσμίους — παγκόσμιος common to all the world masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παγκοσμίων — παγκόσμιος common to all the world masc/fem/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παγκοσμίῳ — παγκόσμιος common to all the world masc/fem/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)